- λεοντόκρουνον
- λεοντό-κρουνον, τό,A lion's-head spout, IG7.3099 (Lebad.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντόκρουνον — λεοντόκρουνον, τὸ (Α) κρουνός που είχε σχήμα κεφαλής λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κρουνον (< κρουνός), πρβλ. μονό κρουνος] … Dictionary of Greek
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
λεοντόχασμα — λιοντόχασμα, άσματος, τὸ (Α) το λεοντόκρουνον* … Dictionary of Greek